κριτικάρω

κριτικάρω
μετ. подвергать критике, критиковать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κριτικάρω" в других словарях:

  • κριτικάρω — κριτικάρω, κριτικάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κριτικάρω — ασκώ κριτική, συνήθως αρνητική, σε κάποιον ή σε κάτι («η μόνιμη ασχολία της είναι να κριτικάρει τους συναδέλφους της»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. σχηματισμένη με την ξεν. κατάλ. άρω, πρβλ. αγγλ. criticize < αγγλ. critic (< κριτική) + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • κριτικάρω — άρισακαι αρα, κριτικαρισμένος, κάνω κριτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»